υπεργολαβία

υπεργολαβία
taşeronluk

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπεργολαβία — η, Ν 1. η ανάθεση τής εκτέλεσης έργου ή μέρους έργου από έναν εργολάβο σε άλλον εργολάβο 2. η ανάθεση παραγγελιών από μεγάλη βιομηχανική μονάδα σε άλλη μικρότερη ή σε βιοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην… …   Dictionary of Greek

  • υπεργολαβία — η η ανάθεση της εκτέλεσης ενός έργου από εργολάβο σε άλλον εργολάβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεργολάβος — ο, Ν εργολάβος που αναλαμβάνει υπεργολαβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)* + εργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”